φωνολογία

φωνολογία
η
η επιστήμη που μελετά την ανθρώπινη φωνή (λαλιά) στη λειτουργία της σε ορισμένη γλώσσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωνολογία — η, Ν 1. γλωσσ. κλάδος τής γλωσσικής επιστήμης που μελετά και ταξινομεί τους απλούς φθόγγους μιας γλώσσας από την άποψη τής λειτουργίας τους, δηλαδή τούς εξετάζει ως φωνήματα 2. φρ. α) «λειτουργική φωνολογία» γλωσσ. μέρος τής φωνολογίας που… …   Dictionary of Greek

  • Altgriechische Phonologie — Die altgriechische Phonologie (griechisch φωνολογία/προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, fonología/proforá tis klassikís Archéas Ellinikís glóssas, altgriechisch φωνολογία τῆς ἀρχαίας Ἐλλένικῆς γλώττης) ist die Lehre von der Phonologie …   Deutsch Wikipedia

  • Altgriechische Aussprache — Die altgriechische Phonologie (griechisch Προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας : proforá tis klasikís arxaías ellinikís glóssas) ist die Lehre von der Phonologie (bzw. Aussprache) des Altgriechischen. Dabei ist zunächst zu… …   Deutsch Wikipedia

  • Phonologie des Altgriechischen — Die altgriechische Phonologie (griechisch Προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας : proforá tis klasikís arxaías ellinikís glóssas) ist die Lehre von der Phonologie (bzw. Aussprache) des Altgriechischen. Dabei ist zunächst zu… …   Deutsch Wikipedia

  • φωνολογικός — ή, ό, Ν [φωνολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνολογία 2. φρ. α) «φωνολογικό σύστημα» γλωσσ. σύστημα που απαρτίζεται από φωνήματα, από μεμονωμένους φθόγγους ή από ομάδες φθόγγων μιας γλώσσας, η παρουσία ή η απουσία τών οποίων σε… …   Dictionary of Greek

  • Ancient Greek phonology — is the study of the phonology, or pronunciation, of Ancient Greek. Because of the passage of time, the original pronunciation of Ancient Greek, like that of all ancient languages, can never be known with absolute certainty. Linguistic… …   Wikipedia

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • μορφοφωνολογία — η γλωσσ. όρος που επινοήθηκε από τον Νικολάι Τρουμπετσκόυ το 1931 και καλύπτει, από την προοπτική τού δομισμού, τη μελέτη τών φωνολογικών εναλλαγών οι οποίες συνδέονται με μεταβολές στη μορφολογία (μορφήματα, αλλόμορφα κ.λπ.) ο αμερικανικός… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”